-
1 χαμαιζηλος
I21) приземистый, низкий(φυτά Arst., Plut.; δίφρος Plut.)
τῇ ἡλικία χ. Luc. — малорослый2) униженный(χαμαιπετές καὴ χ. Luc.)
IIὅ (sc. δίφρος) низкое сиденье, скамеечка
1 χαμαιζηλος
(φυτά Arst., Plut.; δίφρος Plut.)
(χαμαιπετές καὴ χ. Luc.)